- υπευθύνως
- ὑπευθύνως ΝΜΑεπίρρ. βλ. υπεύθυνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπευθύνως — ὑπευθύ̱νως , ὑπεύθυνος liable to give account for adverbial ὑπευθύ̱νως , ὑπεύθυνος liable to give account for masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… … Dictionary of Greek